- προκατακλίνω
- προκατα-κλίνω [ῑ],A cause to lie down before others, at meals, ib.15.2.4:—[voice] Pass., = προκατάκειμαι, Luc.DDeor.13.1; stoop down before, J.BJ5.6.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατακλίνω — Α 1. (σε δείπνο) καθίζω κάποιον στην πρώτη ή ανώτερη θέση τού τραπεζιού 2. σκύβω εκ τών προτέρων 3. μέσ. προκατακλίνομαι είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, προκατάκειμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακλίνω/ ομαι «ξαπλώνω, πλαγιάζω,… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
προκατάκλισις — ίσεως, ἡ, Α [προκατακλίνω] η πρώτη θέση σε δείπνο … Dictionary of Greek
προκατακλινόμενος — προκατακλῑνόμενος , προκατακλίνω cause to lie down before pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατακλίνεσθαι — προκατακλί̱νεσθαι , προκατακλίνω cause to lie down before pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατακλίνων — προκατακλί̱νων , προκατακλίνω cause to lie down before pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατεκλίνοντο — προκατεκλί̱νοντο , προκατακλίνω cause to lie down before imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)